παιδικοί

παιδικοί
παιδικός
of a child
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ПЕДЕРАСТИЯ —    • Παιδεραστία,          любовь к мальчикам, явление в своем чистом виде столь же безупречное и нравственное, сколько в своем извращении безнравственное и порочное; в греческой жизни, соответственно особенностям разных племен, оно принимало… …   Реальный словарь классических древностей

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …   Dictionary of Greek

  • Δαράκη, Πέπη — (Αγία Παρασκευή Λέσβου 1909 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενη με διάφορες εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Παράλληλα διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτική σύμβουλος… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτίδης, Αριστοτέλης — (Μυριόφυτο Θράκης 1858 – Πειραιάς 1928). Λόγιος και παιδαγωγός. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία όπου σπούδασε φιλοσοφία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”